halagüeño - ορισμός. Τι είναι το halagüeño
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι halagüeño - ορισμός


halagüeño      
Sinónimos
adjetivo
Antónimos
adjetivo
Expresiones Relacionadas
halagüeño      
adj.
1) Que halaga.
2) Que lisonjea o adula.
3) Que atrae con dulzura y suavidad.
halagüeño      
halagüeño, -a
1 adj. Se aplica a lo que halaga o sirve para halagar: "Palabras halagüeñas". Es aplicable también a la persona que lisonjea o adula.
2 Prometedor de satisfacciones: "Noticias [impresiones, perspectivas] halagüeñas". Aleusero, lisonjero, prometedor, sonriente. *Agradable. *Satisfacer.
3 Tal que atrae con dulzura y suavidad.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για halagüeño
1. No es el más halagüeño el de aquel que exporta científicos e importa futbolistas.
2. El Führer se mostraba muy preocupado cuando el boletín no era muy halagüeño.
3. Habíamos dicho después de su victoria ante Mahmutov que se abría para él un horizonte halagüeño.
4. El prólogo que se escenificó hace unos días en los ensayos de Jerez no pudo ser más halagüeño.
5. Todo parecía halagüeño para el bonaerense que se entrena en el campamento de Carlos Tello en Córdoba.
Τι είναι halagüeño - ορισμός